- πλοηγαερόστατο
- το, Ν(μετεωρ.) αερόστατο μετεωρολογικών μετρήσεων, το οποίο αφήνεται ελεύθερο και καθώς ανεβαίνει παρασύρεται από τον άνεμο που επικρατεί στο ύψος στο οποίο βρίσκεται κάθε στιγμή, ενώ η παρακολούθησή του με όργανα δίνει συμπεράσματα για τη διεύθυνση και την ένταση τών ανέμων.
Dictionary of Greek. 2013.